τετραμέτρῳ

τετραμέτρῳ
τετράμετρος
consisting of four metres
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ορχηστικός — ή, ό (Α ὀρχηστικός, ή, όν) [ορχηστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, χορευτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ορχηστική η τέχνη τού χορευτή αρχ. 1. ο κατάλληλος για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”